- λογοθέσιος
- λογο-θέσιος, ὁ,A accountant, Palchosin Cat.Cod.Astr.1.94.26: -θέσια, τά, account-books, ib.1.95.17.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λογοθέσιος — λογοθέσιος, ία, ον (AM) [λογοθέτης] 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ λογοθέσιον α) το αρχείο ή το αξίωμα τού λογοθέτη β) η μεταθανάτια λογοδοσία τών ανθρώπων στον Θεό για τις πράξεις τους, η ημέρα τής κρίσεως 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λογοθέσια τα… … Dictionary of Greek
λογοθεσίοις — λογοθέσιος accountant masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογοθεσίου — λογοθέσιος accountant masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογοθεσίων — λογοθέσιος accountant masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογοθεσίῳ — λογοθέσιος accountant masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογοθέσιον — λογοθέσιος accountant masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογοθέσιον — λογοθέσιον, τὸ (AM) βλ. λογοθέσιος … Dictionary of Greek
λογοθεσία — λογοθεσία, ἡ (ΑM) βλ. λογοθέσιος … Dictionary of Greek